θωραξ

θωραξ
    θώραξ
    -ᾱκος, ион.-эп. θώρηξ -ηκος ὅ
    1) доспех (преимущ. нагрудный), панцирь, броня
    

(χάλκεος Hom.; ὁπλιτικός Plat.)

    2) защита, прикрытие, оплот
    

(τοῦτο τὸ τεῖχος θ. ἐστί Her.)

    3) (часть тела, покрываемая панцирем, т.е.) грудь или туловище
    

(ἐν τοῖς στήθεσι καὴ τῷ καλουμένῳ θώρακι Plat.; τὸ ἀπ΄ αὐχένος μέχρι αἰδοίων κύτος καλεῖται θ. Arst.)

    ἔχων θώρακα ἄριστον. - Πῶς δ΄ ἂν μαχέσαιτο παγκράτιον θώρακα ἔχων ; Arph. (игра на двух значениях слова θ.) — (у Эфудиона несмотря на старость), могучая грудь. - Но разве в панкратии (всеборье) он будет бороться в нагруднике?

    4) (у ракообразных) головогрудь Arst.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "θωραξ" в других словарях:

  • Θῶραξ — Θώραξ corslet masc nom/voc sg Θῶραξ masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θώραξ — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ηγεμόνας της Λάρισας (6ος 5ος αι. π.Χ.). Ήταν φίλος του Πινδάρου. Μαζί με τους εξόριστους Πεισιστρατίδες, είχε προτρέψει τον Ξέρξη να εκστρατεύσει εναντίον της Ελλάδας. O ίδιος μάλιστα, όπως επίσης οι δύο αδελφοί του …   Dictionary of Greek

  • θώραξ — θώρᾱξ , θώραξ corslet masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Θωράκοιν — Θώραξ corslet masc gen/dat dual Θῶραξ masc gen/dat dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Θωράκων — Θώραξ corslet masc gen pl Θῶραξ masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Θώρακα — Θώραξ corslet masc acc sg Θῶραξ masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Θώρακας — Θώραξ corslet masc acc pl Θῶραξ masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Θώρακε — Θώραξ corslet masc nom/voc/acc dual Θῶραξ masc nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Θώρακες — Θώραξ corslet masc nom/voc pl Θῶραξ masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Θώρακι — Θώραξ corslet masc dat sg Θῶραξ masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Θώρακος — Θώραξ corslet masc gen sg Θῶραξ masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»